- ὑπερήνεμος
- ὑπερήνεμος, ον, ([etym.] ἄνεμος)A above the wind, Plu.Fr.inc.150, Alex. Aphr. in Mete.16.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερήνεμος — ον, Μ αυτός που ξεπερνά τον άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. ὑπ ήνεμος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ὑπερήνεμον — ὑπερήνεμος above the wind masc/fem acc sg ὑπερήνεμος above the wind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερήνεμα — ὑπερήνεμος above the wind neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek